Ἀριστομένη

Ἀριστομένη
Ἀριστομένης
masc nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Ἀριστομένης
masc acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • αθηνογενής — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγαλματοποιός από το Άργος, γιος του Αριστομένη. Άκμασε μεταξύ 230 και 200 π.Χ. 2. Α. ο Μέτοικος. Ο ρήτορας Υπερείδης εκφώνησε εναντίον του δύο από τους καλύτερους λόγους του (4ος αι. π.Χ.). II Όνομα αγίων της Ανατ …   Dictionary of Greek

  • αιμόστικτος — η, ο κατάστικτος από κηλίδες αίματος, πιτσιλισμένος με αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + στικτός < στίζω* η λ. πλάστηκε από τον Αριστομένη Προβελέγγιο] …   Dictionary of Greek

  • αριστοκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ορχομενού της Αρκαδίας (7ος αι. π.Χ.). Υπήρξε σύμμαχος του Μεσσήνιου Αριστομένη στους αγώνες του εναντίον της Σπάρτης. Τον πρόδωσε δύο φορές στους Σπαρτιάτες. 2. Αθηναίος στρατηγός (; – 406 π.Χ.). Ήταν… …   Dictionary of Greek

  • γοργός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αριστομένη, ήρωα των Μεσσηvίων (7ος αι. π.Χ.). Σε ηλικία 18 ετών, νυμφεύτηκε τη νέα που είχε βοηθήσει τον πατέρα του vα αποδράσει από την αιχμαλωσία. Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του στην άμυνα της Είρας.… …   Dictionary of Greek

  • θυροποιός — θυροποιός, ὁ (Α) (ως παρωνύμιο τού κωμικού ποιητή Αριστομένη) ο κατασκευαστής θυρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + ποιός (< ποιώ)] …   Dictionary of Greek

  • καιάδας — Βάραθρο που βρισκόταν κοντά στην αρχαία Σπάρτη. Σε αυτό έριχναν τα πτώματα των καταδικασμένων σε θάνατο κακούργων και τους αιχμαλώτους πολέμου. Ορισμένοι τον ταυτίζουν με τους Αποθέτας, όπου οι Σπαρτιάτες πετούσαν τα ανάπηρα ή καχεκτικά βρέφη. Η… …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • χορεύτρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ.), στην πρώην επαρχία Μεσσήνης, του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αριστομένη. * * * η, Ν βλ. χορευτής …   Dictionary of Greek

  • Ανδανία — I Αρχαίαπόλη της Μεσσηνίας, στα σύνορα με την Αρκαδία, πρωτεύουσα των βασιλιάδων της Μεσσηνίας από την εποχή του ιδρυτή της Πολυκάονα, γιου του Λέλεγα, έως την εισβολή των Δωριέων. Από την Α., εθνικό κέντρο των Μεσσηνίων μετά τον Α’ Μεσσηνιακό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”